- ξυλόξεσις
- ξῠλό-ξεσις, εως, ἡ,A carving, prob. in Supp.Epigr.4.270 (Panamara, i B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ξυλόξεσις — ξυλόξεσις, ἡ (Α) η χάραξη τού ξύλου, η ξυλογλυπτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + ξέσις (< ξέω)] … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek